- βαρυνόμενον
- βαρῡνόμενον , βαρύνωweigh downpres part mp masc acc sgβαρῡνόμενον , βαρύνωweigh downpres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφθονώ — έω, Α 1. εναντιώνομαι σε κάποιον επειδή τόν φθονώ («ἦν δὲ τῶν διαμαχομένων αὐτῷ και προσφθονούντων ἐπιφανέστατος», Πλούτ.) 2. βλέπω κάποιον με φθόνο, με ζηλοτυπία («τῆς Ἀλεξάνδρου δυνάμεως βαρυνόμενον καὶ προσφθονοῡντα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek